Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΕΦΗΒΟΣ Κώστας Φωτεινός


Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΕΦΗΒΟΣ

 Κώστας Φωτεινός

 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ




Μια φορά κι ἓναν καιρό, ἣτανε, σ’ ἓνα χωριό, ἓνας ἐρωτευμένος ἒφηβος, πού δέν ἢθελε νά ὑποφέρει γι’ αὐτούς πού ἀγαπάει. Ὂμως, οἱ μεγάλοι τοὒλεγαν, πώς, ὃταν ἀγαπᾶμε, θυσιαζόμαστε. Κι ἒτσι, μια μέρα, ὁ ἒφηβος ἒφυγε ἀπό τον τόπο πού γεννήθηκε. Κι ἂρχισε να ταξιδεύει. Κάθε φορά πού σταμάταγε σ’ἓνα χωριό ἒλεγε: «Αὐτό θά εἶναι το χωριό μου». Μά οἱ χωριάτες γρήγορα τον πλησιάζανε καί θέλανε τή συντροφιά του, γιατί ἦταν ἐρωτευμένος ἒφηβος. Κι ἐπειδή ὁ ἒρωτάς του εἶχε πίστη και κουράγιο, τον ἀγαποῦσαν. Μά ἐπειδή ἡ δική τους ἡ ἀγάπη δέν εἶχε πίστη και κουράγιο, τοῦ πρόσφεραν να ὑποφέρουν γι’αὐτόν. Ὃμως, ἐκεῖνος πάντα ἀρνιότανε. Κι οἱ χωριάτες δέν καταλάβαιναν κι ἒφευγαν ἀπογοητευμένοι. Και σάν πέρναγε καιρός, ξαναγύριζαν καί τοῦ ζητοῦσαν: «Σῶσε μας! Ὑπόφερε για μᾶς! Εἶναι τιμή καί δόξα!». Κι ὁ ἒφηβος ἒλεγε: «Δέ θέλω τιμή και δόξα». Κι ἒφευγε. Κι ἂρχιζε ξανά νά ταξιδεύει. Μιά φορά, σ’ ἓνα χωριό, τόν πλησίασαν μερικοί χωριάτες καί τοῦ εἶπαν: «Δάσκαλε, μάθε μας ν’ ἀγαπᾶμε». Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι παρά ἓνας ἐρωτευμένος ἒφηβος. Ἡ ἀγάπη σας γιά μένα θα σᾶς μάθει». Οἱ χωριάτες εἶπαν ξανά: «Θέλουμε ἐσύ νά μᾶς μάθεις ν’άγαπᾶμε». Κι ὁ ἒφηβος ἀπάντησε: «Ἀφῆστε με νά σᾶς ἀγαπῶ, χωρίς νά ὑποφέρω γιά σᾶς». Κι ἐπειδή οἱ χωριάτες εἶχαν πίστη και κουράγιο , μ’ ὃλο πού τούς εἶχαν μάθει, πώς ὃταν ἀγαπᾶμε θυσιαζόμαστε, συμφώνησαν. Κι ἒμαθαν ν’ἀγαπᾶνε. Κι ὃταν οἱ χωριάτες γύρισαν στα σπίτια τους καί στή δουλειά τους, οἱ ἂλλοι γρήγορα τούς πλησίασαν κι ἢθελαν τη συντροφιά τους, γιατί ἦταν ἐρωτευμένοι ἒφηβοι. Κι ἒτσι τούς ἀγαποῦσαν. Μά ἐπειδή οἱ ἂλλοι δεν εἶχαν πίστη καί κουράγιο τούς πρόσφεραν νά ὑποφέρουνε γι’αὐτούς. Ὃμως ἐκεῖνοι πάντα ἀρνιότανε. Κι οἱ ἂλλοι δέν καταλάβαιναν κι ἒφευγαν ἀπογοητευμένοι. Καί σαν πέρναγε καιρός, οἱ ἂλλοι ξαναγύριζαν καί τούς ζητοῦσαν: «Σῶστε μας! Ὑποφέρετε γιά μᾶς! Εἶναι τιμή καί δόξα!». Κι ἐκεῖνοι πάλι ἀρνιότανε. Γι’ αὐτό, στό τέλος, τούς εἶπαν ἐπικίνδυνους καί δέν τούς θέλαν στό χωριό. Κι οἱ χωριάτες δεν καταλάβαιναν και φοβήθηκαν κι ἦταν ἒτοιμοι νά φύγουν ἀπό τό χωριό. Πῆγαν, τότε, στον ἐρωτευμένο ἒφηβο καί τόν ρώτησαν: «Γιατί δέν θέλεις νά ὑποφέρεις γιά μᾶς, ἀφοῦ μᾶς ἀγαπᾶς;» Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν μπορῶ να ὑποφέρω γιά σᾶς, γιατί σᾶς ἀγαπῶ». Ὓστερα τόν κατηγόρησαν: «Ἒχεις εὐθύνη γιά μᾶς, γιατί μᾶς ἒκανες νά σ’ ἀγαπήσουμε». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ἒχω εὐθύνη γιά τή δική μου ἀγάπη». Ἐκεῖνοι δέν κατάλαβαν καί εἶπαν: «Δέ μᾶς ἀγάπησε πολύ». Κι ἒφυγαν θυμωμένοι κι ἀπογοητευμένοι καί γύρισαν στά σπίτια τους καί στή δουλειά τους. Καί τότε, στό χωριό, γρήγορα πάλι οἱ ἂλλοι τους πλησίαζαν καί γύρευαν τή συντροφιά τους. Ἡ ἀγάπη τους δέν εἶχε πιά πίστη καί κουράγιο καί γι’αὐτό, ὃταν οἱ ἂλλοι τούς ἀγάπησαν καί τούς ζήτησαν νά ὑποφέρουν γι’αὐτούς, τό δέχτηκαν. Κι ἒτσι πλήθαιναν οἱ ἐρωτευμένοι στό χωριό. Κι ἂρχισαν να ὑποφέρουν καί νά θυσιάζονται ὁ ἓνας γιά τόν ἂλλον. Καί γέμισε το χωριό ἀπό πόνο καί μίσος, ἀπό τιμή καί δόξα. Καί γέμισε τό χωριό ἀπό γλέντι καί ἡδονή. Καί εἶπαν ὃλοι στόν ἐρωτευμένο ἒφηβο: «Μᾶς ἒκρυβες τή χαρά τῆς ζωῆς». Καί τότε ἐκεῖνος ἒφυγε ἀπ’το χωριό κι ἀποφάσισε νά κατέβει στά βάθη τῆς θάλασσας καί ν’ ἀπομονωθεῖ. Ὃταν ἀπομονώθηκε, στην ἀρχή ἒνοιωσε ἀμφιβολία καί φοβήθηκε. Κι εἶπε μέσα στό φόβο του: «Σῶσε με, καρδιά μου». Ὃμως, ἐπειδή ἧταν ἐρωτευμένος ἒφηβος καί εἶχε πίστη καί κουράγιο, ἀγάπησε τόν ἑαυτό του κι ἀρνήθηκε νά ὑποφέρει γι’ αὐτόν. Ἒτσι ἒφυγε κι ἡ ἀμφιβολία καί ὀ φόβος. Κι ἂρχισε νά μιλάει μέ τήν καρδιά του. Κι εἶπε μιά μέρα: «Ἂν ἡ θέλησή σου, καρδιά μου, νά ὑποφέρω, ἀρνιέμαι». Κι ἡ καρδιά του ἀπάντησε: «Ἡ θέλησή σου εἶναι καί δική μου θέληση. Κάνε κατά τή θέλησή σου». Κι ἒτσι, σιγά σιγά, ἒπαψε νά μιλάει μέ τήν καρδιά του. Πέρασε καιρό στή σιωπή κι ἒγινε σοφός και δυνατός. Κι ἀποφάσισε νά γυρίσει στό χωριό πού γεννήθηκε. Στό ταξίδι τοῦ γυρισμοῦ, οἱ χωριάτες τόν πλησίαζαν ὃλο καί πιό πολλοί καί τοῦ ζητοῦσαν νά τούς μιλήσει. Μά ἐκεῖνος χαμογελοῦσε καί σώπαινε. Καί τό χαμόγελό του εἶχε πίστη καί κουράγιο. Κι ἐκεῖνοι καταλάβαιναν και δέν ἀπογοητεύονταν. Καί οἱ χωριάτες τόν ἀκολουθούσαν ὃλο καί πιό πολλοί. Κι ὃταν τοῦ ζητοῦσαν νά μιλήσει, ἐκεῖνος χαμογελοῦσε καί σώπαινε. Κι ἐκεῖνοι καταλάβαιναν καί δέν ἀπογοητεύονταν. Κι ἐπειδή καταλάβαιναν καί δέν ἀπογοητεύονταν, κι ἐπειδή ἂρχισαν νά χαμογελοῦν μέ πίστη καί κουράγιο, ἂρχισαν νά φεύγουν καί νά γυρίσουν στά χωριά τους. Κι ἒτσι, ὃταν ὁ ἐρωτευμένος ἒφηβος ἒφτασε ἒξω ἀπό τό δικό του τό χωριό, δέν ἦταν πιά κανένας κοντά του. Κι ὃταν κοίταξε γύρω του καί δέν εἶδε κανένα, ἦταν ἱκανοποιημένος καί εὐτυχισμένος. Συνέχισε τό δρόμο του χαμογελῶντας καί ψιθύριζε: «Ἀγάπησα τά βάθη τῆς θάλασσας καί βρῆκα τήν καρδιά μου. Ἀγάπησα τήν καρδιά μου καί βρῆκα τόν ἑαυτό μου. Ἀγάπησα τόν ἑαυτό μου καί βρῆκα τούς ἂλλους. Ἀγάπησα τούς ἂλλους καί βρῆκα τή χαρά τῆς ζωῆς. Ἀγάπησα τή χαρά τῆς ζωῆς καί χαμογελῶ. Χαμογελῶ μέ πίστη καί κουράγιο. Χαμογελῶ χωρίς προσπάθεια καί χωρίς σκοπό. Ὃταν μπῆκε στό χωριό, ἦταν νύχτα κι ἦταν Χριστούγεννα. Κι οἱ χωριάτες ἦταν μαζεμένοι στην πλατεία καί γιόρταζαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καί πῆγε ὁ ἐρωτευμένος ἒφηβος πρός τούς χωριάτες. Χαμογελώντας, μπῆκε μέσα στό πλῆθος καί χάθηκε ἀνάμεσά τους. Καί δέν τόν πλησίασε κανένας κι οὒτε τοῦ ζήτησε κανένας νά μιλήσει. Κι ἦταν ἱκανοποιημένος κι εὐτυχισμένος. Κι εἶπε: «Ἀπόψε γεννιέται ὁ Χριστός».



ΔΙΑ την ηλεκτρογράφησιν ώδε χάριτας ωφείλουμε εις την ευλογημενη χείραν του αγιου Αρχιερατικου μας εις Κρανιδιον πατρός Χριστοφόρου Καραβία, εφημερίου-Ιεροκήρυκος του Τιμίου Προδρόμου του Κρανιδίου.

modern father

Δεν υπάρχουν σχόλια: