του πατρός Ιεροθέου Λουμουσιώτη
ή Λάβωμα???ή Το λαβωμένο οφφίκιον!!!
Κρανίδι 16 Ιανουαρίου 2017 μ.Χ..
Είναι τραγικό να είναι ο άνθρωπος στον εαυτό
του κλεισμένος.
Πολύ δύσκολο πράγμα στην ταβεννησιώτικη Μονή,
που πολλοί θα ήθελαν να είναι.
το
τοπίο της Μονής θαυμάσιο, η μοναξιά
μοναδική και στοχαστικά ζηλευτή, ο φόβος` ανύπαρκτη συνθήκη, η ηρεμία
αδιαπραγμάτευτη… κανείς δεν ανήκε σε κανέναν!
Αλλά σε αυτόν τον ευλογημένο ασκητικό τόπο, ήλθαν
οι λάθος μοναχοί… οι λάθος άνθρωποι, οι πονεμένοι χαρακτήρες: ο ένας αλκοολικός
και ο άλλος φιλοχρήματος αλλά δεν τα είχαν όλα κακά, ο ένας έκανε τον ταπεινό
και ο άλλος το έπαιξε εγωιστής, μα στα δύο τελευταία «λάθη» μετείχαν και οι δύο
εναλλάξ να σας τους συστήσουμε ο Ανατόλιος και ο Δύσιος.
Ένοιωθε ότι τον πνίγει η ομορφιά που δεν είχε
στόχο καλαίσθητο, ένοιωθε το στεφάνι αγκάθινο στον τόπο της καρδιάς του μέσα.
Είχε μια πλήγη. Αιμάσουσα πληγή, γεμάτη πόνο και δάκρυ. Γεμάτη θλίψη και μίσος,
γεμάτη πόνο και έμπονη αγάπη. Αγάπη που εμ-πυρ-ίζεται και εμ-πειρ(-α-)ίζεται
στην καθημερινή συναλληλία, στην συνύπαρξη.
Μια πληγή που μέσα του αιμορραγεί και
ταλαιπωρεί την ύπαρξη του. Κάτι που μέσα του τον πληγώνει τον άνθρωπο, κάτι που
σταυρώνει την ειλικρινή αγάπη μεταξύ τους. Κάτι που είναι ο σταυρός και ο έρωτας
του μαζί, ο Χριστός και η «αλητεία» του (το να είναι όντως αλήτης, χωρίς δοχειό
(να γραφτεί υποσημείωση στα μοναστήρια λεγόταν έτσι το κελάρι, η αποθήκη του
ελαίου και των αγαθών των υλικών) έμαθε να ζεί. Αυτός είναι ο Ανατόλιος.
Υπάρχει χωρίς να άρχει, υπάρχει για να συνυπάρχει. Πολύ δύσκολο πράγμα η συνύπαρξη,
ένας σταυρός αβάσταχτος, ένας καημός…
Μα καημό τελικά ποιός από τους δύο είχε; Όλοι
υποτακτικοί-μοναχοί του ωραίου (πάντα στην ώρα του στις ακολουθίες {σε υποσημείωση:
μορφή και τύπος προσευχής σε χρονική σειρά και αλληλουχία}) ηγουμένου Βενεδίκτου.
Ενός ευθυτενή και υψηλού αλλά λιγάκι ευτραφή μοναχού, αφιερωμένου στην πορεία
της μονής, στο να την δει αύριο καλύτερα, από χθες! O Ηγούμενος φαινόταν ασυμπαθής, αλλά
δεν ήταν, καθότι ήθελε ίσες αποστάσεις από όλους, αλλά και να είναι δίπλα σε όλους,
χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς άλλου είδους γεγονότα.
Ήταν πιο κοντά μάλλον στον Ανατόλιο, μα ο
Δύσιος ήταν ταπεινά κακεντρεχής, ήταν επιλεκτικά σιωπηρός, ήταν αγενώς ευγενής.
Ο Βενέδικτος, είχε πρόβλημα αφού η μονή είχε και άλλους μοναχούς, αλλά αυτοί οι
δύο του δημιουργούσαν πρόβλημα. Ακόμη και όταν δεν έμπλεκαν σε καυγά φωνασκούντες,
ήσαν παγερά αδιάφοροι ο ένας για τον άλλον. Δεν ήθελαν να επικοινωνούν, απλά
κοινωνούσαν από τα ίδια χέρια του Ηγουμένου, χωρίς εν-συν-αίσθηση της
καταστάσεως τους, ήσαν άγνωστοι οι κόσμοι τους, το εσωτερικούς τους τελικά ήταν
λαβωμένο. Η ύπαρξη τους καταστεναχωρημένη.
Αλλά γιατί να γίνει
αυτό?
Γιατί πρέπει να είναι
πάντα σε επιφυλακή μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, μέσα στην ταβεννησιώτικη Μονή,
γιατί να σκέπτονται πάντα και οι δύο τι θα πουν. Ο Ηγούμενος προσευχόταν για να
μάθει` και μάθαινε να προσεύχεται, για να μην του διαλύσουν τον τόπο ασκήσεως
που ζούσε 40 χρόνια. Ίσως σκεφτόταν να διώξει και τους δύο, ίσως ο ένας να
ήθελε και να φύγει, ίσως… έτσι τον πήρε ο ύπνος το βράδυ παραμονής της μεγάλης
Εορτής του αγίου των Θαλασσινών, την 6η Δεκεμβρίου του 1433.
Ενώ δε άλλες φορές από
τον κόπο του διακονήματος και τις ευθύνες κοιμόταν χωρίς να ξέρει πως, τούτη τη
φορά το μάτι του γαρίδα, είχε σβήσει ακόμη και το καντήλι στο εικόνισμα της
Παναγίας μας, για να κοιμηθεί, αφού πέρασε μια ώρα και πήγαινε να περάσει και η
δεύτερη, άρχισε να προσεύχεται ξαπλωμένος λόγω ψύχρας χειμερινής.
Εκείνη την νυχτερινή
προσευχή, την επεσκέφθη μιά σκέψη μοναδική και φωτισμένα προοδευτική. «Βενέδικτε»,
ένοιωσε να αφουγκράζεται μιά φωνή, που του είπε: «αν δεν βρεις την αφορμή αυτοί
οι δυο δεν θα ησυχάσουν»… ποια αφορμή; τι να είχε γίνει και να είχε την ευθύνη
ο Ηγούμενος Βενέδικτος… και ενώ βασανιζόταν φρικτά από τις σκέψεις του, του
ήλθε στο μυαλό ότι 69 μέρες πρίν, ήταν η μνήμη του Φωτιστού της Αρμενίας και
τους έστειλε να ψάλλουν μαζί κάπου και από τότε ήταν σαν τον σκύλο με τη γάτα
και ενώ παλαιότερα μάλωναν μία φορά στις 30 μέρες, τώρα όποτε έλεγε κάτι ο ένας
στον άλλον, αρπάζονταν, έκαναν στα λόγια πάντα, ο ένας τον άλλον σμπαράλια.
«Το θυμήθηκα!!!»
Μονολόγισε ο
Βενέδικτος… Δόξα τω Θεώ , είπε μέσα του και γέλασαν και τα ώτα του εκείνη τη
στιγμή, δόξα τω Θεώ, όλα θα γίνουν όπως πρώτα` ευελπιστούσε.
Όλα σαν χθες, σαν να ’ταν
χθές… γίνονται όμως έτσι όπως θέλουμε τα γεγονότα; Αλλάζει η ζωή όταν ο ένας
ήθελε να τσακώνεται με τον άλλον; Ο Ηγούμενος σκέφθηκε: «να τους καλεσω μαζι;»
Σιγά μην καθίσουν ήσυχα θα γίνουν νέοι βεζούβϊοι και όταν βγουν από το γραφείο
μου θα αλληλοφαγωθούν, να καλέσω έναν ένα, θα διαλυθεί από τα λόγια άπασα η
μοναστηριακή κοινότητα. Τι να κάνω έλεγε με τον λογισμό του… και εκεί τον πήρε
ο ύπνος, ξύπνησε, νίφθηκε και προσευχήθηκε, ντύθηκε επισήμως και κατέβηκε στο
Ναό, ήταν του Αη-Νικόλα.
Στο νου του περιπόλευε
ένα τραγούδι νησιώτικο, την βαρκα σου Νικόλα έλεγε το άσμα.
Ποια ήταν η λύση; Να πάρει
βάρκα και να φύγει, να μείνει εκεί και να παλέψει, να μείνει εκεί και να
παραιτηθεί της ηγουμενίας, να παραιτηθεί τελικά από όλα και να φύγει για άγνωστο
τόπο; Βασανιζόταν ο Ηγούμενος. Ο Δύσιος δεν ήθελε να φύγει. Ήθελε να μείνει
για να του πάρει τη θέση του Βενεδίκτου.
Το ήξερε. Δεν τον άγγιζε τον Βενέδικτο αυτό, δεν ενδιαφερόταν για θέση είχε
ποθήσει τον βίο της ασκήσεως ακόμη και στην ωραιότερη πλατεία της όμορφης
ΚωνσταντινουΠόλεως, θα ζούσε σε πόλη χωρίς να πολίζεται ο νους του για γήινα
πράγματα. Δεν τον ενδιέφεραν αυτά τα γεγονότα, θέσεις, καμαρίλα εκκλησιαστική, φόβος
για δεσπότη και ηγεμόνα.
Τίποτα δεν τον ενδιέφερε,
τίποτα δεν τον άγγιζε.
Μα όμως δεν είχε στο
νου τι θα κάνει, λέει μέσα του ας λειτουργήσουμε τούτη την εορτή και κάτι θα
σκεφθούμε. Ήρθε με τον καφέ και το παξιμαδάκι και πριν γευθεί το λουκούμι, η
βάρκα και ήταν μέσα ένας επισκέπτης! Επισκέπτης χειμώνα καιρό, δεν ήταν για καλό,
σκέφθηκε` αλλά δεν το είπε.
Ο επισκέπτης ήρθε συνοδευόμενος
από τον Ανατόλιο, καλώς τον αδελφό μας Ανατόλιο, είπε ο Ηγούμενος, «γιατί έφυγες
στα μέσα της ακολουθίας το πρωί;».
«άγιε Ηγούμενε, μέρες τώρα
έλαβα ένα γράμμα, που μου έλεγε` ότι το πρωί του αη-Νικόλα πάρε μια βάρκα και έλα
να με πάρεις, είμαι ο Θεόδωρος, που ’χω τον Ναό του Φωτιστή της Αρμενίας, αγίου
Γρηγορίου του Μεγάλου. Πήγα χωρίς την ευχή σας, γιατί ξέχασα να την ζητήσω». Ο
Ηγούμενος Βενεδικτος δεν μου απάντησε απευθείας όπως το συνήθιζε, αλλά ευγενής
ών, υπεδέχθη τον Θεόδωρο με αγάπη και σεβασμό.
Εφαγάμε όλοι μαζί και
όπως αποσώσαμε την τράπεζα, ο Ηγούμενος όρισε μετά τον εσπερινό το απόγιομα, ο
Ανατόλιος και ο Δύσιος, μετά του Λαύρου και του Θωμά, να εμφανιστούν στο γραφείο
Του.
Τα πράγματα σοβάρεψαν,
σκέφθηκε ο Δύσιος, τι να θέλει ο άγιος Ηγούμενος σκέφθηκε ο γηραιότερος της
μονής Λαύρος, μα και ο νεότερος, ο Θωμάς και αυτός συλλογίσθηκε, τι θέλω, με
τόσους παλαιούς μοναχούς στο γραφείο του Ηγουμένου, ο Ανατόλιος, όμως, είχε στο
νου του, ότι είχε μεταφέρει -τον βαρκοφερμένο- Θεόδωρο και ίσως, του χε πει κάτι.
Κανείς δεν ήξερε, κανείς,
δεν μπορούσε να φαντασθεί τι διαμοίφθηκε, δεν ηθελε να ξέρει, ο Βενέδικτος ήταν
καλός και ήσυχος αλλά μην του σπάρασε ο πόνος τον «κάλλο» της καρδίας του, για
το «ωραιό-καλλον (εκ του καλλους, δηλ. του ωραίου)» του Μοναστηριού τους.
«περάστε αν είσθε και
οι τέσσερις μαζί», παράξενη προσταγή` ήσαν οι τρεις, έλειπε ο πάντα
αργοπορημένος Δύσιος. Περίμεναν… Μπήκαν μετά ταύτα και οι τέσσερις μαζί…
Σκέψεις βασάνιζαν όλους
εκτός του Λαύρου: «ευλογείτε, Γέροντα, ήλθαμε!»
Δεν απήντησε ο Βενέδικτος,
αλλά είπε ξερά: «καθίστε» κι εκείνος σηκώθηκε όρθιος με ένα κομβοσχοίνι
προσευχής στα δέκα ροζιασμένα από το διακόνημα και την ηγουμενία δάχτυλα του.
Ρώτησε αμέσως χωρίς περιστροφές, «έχετε παράπονο από εμέ;»και χωρίς να περιμένει
απόκριση, τους ρωτά: «γιατί, παιδία μου, τη μέρα που σας έστειλα και τους δυο
μαζί να ψάλλετε στο ναό του Φωτιστού αγίου, ο Ανατόλιος έμεινε μέχρι να έρθουν
να σας πάρουν στο ναό και εσύ, απευθυνόμενος στον έτερο μοναχό, κι εσύ, Δύσιε,
έφυγες νωρίτερα.» «Που πήγες παιδί;» «Τι
εκανες παιδί;» «Ποιά ήρθε μαζί σου και ποιός ήταν μαζί της;» «Γιατί, δεν προσέχεις,
γιε μου;».
Ο Δύσιος κατάπιε τη γλώσσα του, ο Ανατόλιος
ήξερε που το έμαθε ο Βενέδικτος, ο μικρός και 20ετης Θωμάς κοκκίνησε, ο Λαύρος
έγινε έτοιμος προς χειροδικία. Κανείς δεν μιλούσε, αλλά κάποιου δάκρυσε η
καρδιά και ενώ όλοι θα νοιώθετε την καρδιά του ηγουμένου να κλαίει.
Εκείνος που έκλαιγε μέσα
του` ήταν ο Ανατόλιος και έλεγε τι ήθελα και πήγα να πάρω τον ιδιοκτήτη του
ναού, μέρα χρονιάρα, αν είχα μείνει στον άγιο Νικόλαο να λειτουργηθώ τώρα δεν
θα είχαμε αυτή τη λυπηρή ατμοσφαίρα, δεν θα λυπόταν ο πατέρας μας και Ηγούμενος
μας, δεν θα ντρεπόμασταν τον αδελφό Θώμα, που ήλθε να βρει αγίους και είδε ήδη
δαιμονοποιημένο μοναχό, δεν θα εστενοχωρήτο ο εξηκοντούτις μοναχός Λαύρος και
δεν θα γινόταν δημόσια αυτή η εξαγόρευση της αστοχίας με 3 μάρτυρες. Ποιός θα
μπορούσε να αρνηθή την συζήτηση που έγινε;
Ο Δύσιος κοιτούσε τη
γη…ουδείς έσπαγε τον πάγο… ουδείς αποκρινόταν … άλλοι εσκέπτοντο και άλλοι
σιωπούσαν!
Ο Ανατόλιος έπρεπε να
προδώσει την πηγή του κακού, να «ρητορεύσει» τα περί καταδότου; Νομιζε, πως
όχι! Σιώπησε, ίσως για πρώτη φορά. Ένοιωθε ανειλικρινής, αλλά για χάρη του αδελφού
του, το έκανε. ούτε κι εκείνος δεν πίστευε ότι δεν θα μιλήσει.
Ο Θωμάς τι να πει, στον
κόσμο ήταν «καθωσπρέπει» και «μέσα σε όλα» για να γίνει άγνωστος και «έξω από
όλα» και τελικά, ακούει πράγματα που ούτε στο νου του δεν είχε βάλει ποτέ! «Θεέ
μου, φύλαγε», ψέλλισε δυνατά και τίποτα άλλο.
Τον λόγο πήρε ο αδελφός
Λαύρος και είπε: «Γέροντα μας σεβαστέ, δεχθείτε την συγγνώμη μου, φταίω εγώ
προσωπικά, που δεν είμαι υπόδειγμα για τους νεώτερους. συγχωρέστε με».
Ο Ηγούμενος πονά και
θλίβεται, περιμένει την συγγνώμη του υπαιτίου, αφήνει να κυλήσει η σιωπηρή
διάθεση περνάν 2, περνάν 4 λεπτά και όταν μπαίνουμε στο 5ο τελικά λέει: «Γέροντα, με συκοφαντούν»!!!
«Είσαι σίγουρος;», ρωτά
ο Ηγούμενος.
«Ναι, γέροντα, θέλουν
το κακό μου, αποκρίνεται ο Δύσιος, ξέρετε πόσο σας αγαπώ και πόσα δώρα σας
φέρνω μετά από κάθε ταξείδι ή έξοδο από την μονή μας, σας παρακαλώ, μη δέχεσθε
συκοφάντες εναντίον μου.»
«Είσαι σίγουρος, παιδί
μου;», φυσικά και ήταν σίγουρος, γιατί δεν θυμόταν, ξέχναγε, γιατί ήταν μέθυσος
και ράθυμος. Τελικά, ήταν σίγουρος;
Ο Ηγουμενος Βενέδικτος
ξαναρωτά: «είστε σίγουρος, πάτερ Δύσιε;», δεν ειχαν ξανακουσει να μιλαει στον
πληθυντικό σε νεώτερο του μοναχό ο γεροντας της Μονής.
Απευθυνεται στον
Ανατόλιο: «πες μας πατερ τι εγινε το πρωί; Ποιον εφερες στο μοναστηρι;»
Τον ιδιοκτητη του ναου
του Φωτιστη, ειπε ο Ανατόλιος.
Ο Ηγούμενος στελνει
δήθεν να φερει κερασματα τον νέο μοναχο να μην ακουσει τι πρόκειται να
διαμειφθεί και ετοιμάζεται να γίνει εν εξαλλω καταστάσει καθότι ειχε αλλεργεία
στο ψεμμα. Κοιτάζει τον σχεδον συνομιληκο του Λαύρο, κοιτάζει τον αμηχανα
κινουντα τα χέρια του Ανατόλιο και ο Δύσιος κανει ότι δενει το κορδώνι του
παπουτσιου του και πάει να βαλει τα χέρια στη ζωνη του την μοναχικη (που την
ειχε από την κουρα του που ειχε λαβει χωρα το 1413 στον ναο της Μονής Αγίας
Μαρίνης, από την οποια καποτε ειχε φύγει ο Συεών ο Ευλαβής με τον ομώνυμο
μαθητη του, τον Νεό Θεολόγο) η ζώνη δεν υπηρχε στη μεση του.
Ωχ Θεέ μου, μπλέξαμε
σκέφθηκε, ο Δύσιος αναψοκοκκίνισε αλλα προσπαθούσε να είναι μαζεμένος. Να μην
καρφωθεί. Ο Λαύρος επενέβει: «Γέροντα, να τον στειλουμε 3 μήνες στο μετοχι μας
με έναν μοναχό να προσευχηθει και να σκεφθεί;»
Ο Ηγουμενος Βενεδικτος
ειχε ευθυνη, για να εγινε ότι εγινε σημαινει ότι εχει ξαναγίνει και μπορει και
πανω από μια φορες πριν…τι να ελεγε…ο Ανατόλιος θα πληγωνόταν, ο μικρός Θωμάς
θα σκανδαλιζόταν και η μονή θα διαλυόταν όχι υλικοτεχνικά αλλά πνευματικά.
Ειλημμένη η αποφαση
μου, ο Δύσιος έδυσε για την μονή, ο Ηγούμενος ήταν σαφής και ξεκάθαρος αλλά
ειχε και το πιστήριο της Δύσεως. Εβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του και του
έδειξε την μοναχικη του ζώνη που ούτε ο Ανατόλιος ειχε δει γιατι ο ιδιοκτητης
του Ναού την είχε σε δερμάτινη τσάντα, πανω στον κόρφο του.
Ο Δύσιος σηκώθηκε φίλησε το χέρι του Βενεδίκτου και έφυγε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου